- καθαρμός
- ο1) см. καθάρισμα; 2) очищение, искупление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθαρμός — cleansing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… … Dictionary of Greek
καθαρμός — ο 1. καθαρισμός. 2. μτφ., εξιλασμός, εξαγνισμός, εξιλέωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρμοῖς — καθαρμός cleansing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοῖσι — καθαρμός cleansing masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοῖσιν — καθαρμός cleansing masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοί — καθαρμός cleansing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμοῦ — καθαρμός cleansing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμούς — καθαρμός cleansing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμῶν — καθαρμός cleansing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρμῷ — καθαρμός cleansing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)